- μέλλοι
- μέλλοῑ , μέλλωto be destinedpres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AORNOS vel AORNIS — AORNOS, vel AORNIS petra apud Indos praeceps et invia, monumentis historicorum celebrata, quasi avibus inaccessa. Dionysius Pergiegetes, v. 1149. Ἡ δ᾿ ἠτοι προνένευκεν ἐπ᾿ Ὠκεανὸν βαθυδίνην, Ἠλίβατος ταχινοῖσι δυσέμβατος οἰωνοῖσι. Τοὔνεκά μιν καὶ … Hofmann J. Lexicon universale
CAPUT Victimae — Peculiariter olim consideratum. De Hirco emissario Moses, Levit. c. 16. v. 20. et seqq. Et offeret (Aaron) hircum vivum: et imponet utramque manum super caput hirci vivi et consitebitur super eum omnes iniquitates filtorum Israelis, et omnes… … Hofmann J. Lexicon universale
SISYPHUS — Aeoli fil. qui icum Atticam latrociniis infestaret (unde Ovid. Met. l. 13. v. 32. Quid sanguine cretus Sisyphio, furtisque et fraude simillimus illi.) a Theseo occisus est. Hunc Poetae fabulantur eô supplicii genere apud inferos plecti, ut saxum… … Hofmann J. Lexicon universale
VICTIMA — Isidoro sacrificium proprie erat, quod post victoriam, superatis hostibus; Diis offerebatur: hinc ut videtur, dicta: an quod vi ictus caderet percussa? an quod vincta ad aram staret? Nonnumquam cum Hostia confunditur. Namque Ovidiô teste, l. 1.… … Hofmann J. Lexicon universale
επιμένω — (AM ἐπιμένω) [μένω] μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.) αρχ. μσν. 1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό «σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης … Dictionary of Greek
κραταιίς — κραταιίς, ίδος (Α) 1. (για τον λίθο τού Σισύφου) η υπερβολική δύναμη τού λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο βάρος του («ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ ἀποστρέψασκε κραταιίς», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) ἡ Κράταιις η μητέρα τής… … Dictionary of Greek
μυθολογικός — ή, ὁ (Α μυθολογικός, ή, όν) [μυθολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθολογία ή αυτός που είναι έμπειρος σε θέματα σχετικά με τη μυθολογία («τὸν ποιητὴν δέοι, εἴπερ μέλλοι ποιητὴς εἶναι, ποιεῑν μύθους... καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικός», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
υπέρκτησις — ήσεως, ἡ, Μ [ὑπερκτῶμαι] υπέρμετρη κτήση («εἰ μὴ ἐξαπορρέειν μέλλοι τὸ τῆς ὑπερκτήσεως ὕδωρ», Ευστ.) … Dictionary of Greek
χλαμύδα — Είδος ενδυμασίας των αρχαίων Ελλήνων και ορισμένων ανατολικών λαών. Ήταν κοντύτερο και λεπτότερο από το ιμάτιο ή τη χλαίνη αλλά πολυτελέστερο. Αρχικά το φορούσαν οι ιππείς στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. Γενικά τη χ. φορούσαν οι έφηβοι, οι… … Dictionary of Greek